- υπερκατεργάζομαι
- Α(με παθ. σημ.) υφίσταμαι κατεργασία, υφίσταμαι εξάντληση πέρα από το κανονικό όριο («ὑπερκατεργασθέντος τοῡ αἵματος», Γαλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + κατεργάζομαι «επεξεργάζομαι, διεκπεραιώνω, προπαρασκευάζω με τη μάσηση την τροφή για την πέψη, αλέθω»].
Dictionary of Greek. 2013.