υπερκατεργάζομαι

υπερκατεργάζομαι
Α
(με παθ. σημ.) υφίσταμαι κατεργασία, υφίσταμαι εξάντληση πέρα από το κανονικό όριο («ὑπερκατεργασθέντος τοῡ αἵματος», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + κατεργάζομαι «επεξεργάζομαι, διεκπεραιώνω, προπαρασκευάζω με τη μάσηση την τροφή για την πέψη, αλέθω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὑπερκατεργασθέντος — ὑπερκατεργάζομαι over digested aor part mp masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”